οικοκυρά

οικοκυρά
η
1) хозяйка дома; 2) домашняя хозяйка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "οικοκυρά" в других словарях:

  • οικοκύρης — ο, θηλ. οικοκυρά (Μ οἰκοκύρης και οἰκοκύριος και οἰκοκυρός) νοικοκύρης, οικοδεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης: κύριος) < οἶκος + κύριος] …   Dictionary of Greek

  • πάτρων — θηλ. πάτρωνα, ΝΑ, και πάτρωνας, θηλ. πατρόνα Ν νεοελλ. 1. ο προϊστάμενος επιχειρήσεως σε σχέση με τους υφισταμένους του, το αφεντικό 2. γεν. ο προστάτης 3. το θηλ. πάτρωνα και πατρόνα α) η οικοδέσποινα ή η σύζυγος τού οικοδεσπότη, η οικοκυρά β) η …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυρά — η 1. η οικοδέσποινα, η οικοκυρά. 2. ιδιοκτήτρια κατοικίας, εκμισθώτρια, αλλ. σπιτονοικοκυρά: Η νοικοκυρά μού ζητάει το νοίκι κάθε πρώτη του μηνός. 3. γυναίκα που φροντίζει με τάξη το σπίτι της: Η γυναίκα μου είναι καλή νοικοκυρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»